- αράθυμος
- -η, -ο1. οκνηρός, νωθρός, αμελής2. ζωηρός3. αψύς4. κακότροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α- (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που συμβαίνει όχι μόνο πριν από συριστικά, υγρά και έρρινα, όπως στην αρχ. Ελληνική, αλλά και πριν από κάθε σύμφωνο. Τα προθεματικά φωνήεντα της Νέας Ελληνικής είναι α- και ο-. Η λ. αράθυμος με την αντίθετη σημασία, δηλ. «ζωηρός, αψύς» < α- στερ. + ράθυμος].
Dictionary of Greek. 2013.